οἰόζωνος

οἰόζωνος
οἰόζωνος
alone and girt up
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • οιόζωνος — οἰόζωνος, ον (Α) αυτός που ταξιδεύει μόνος, μονόζωνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶος (Ι) «μόνος» + ζωνος (< ζώνη), πρβλ. βαθύ ζωνος] …   Dictionary of Greek

  • οἰόζωνον — οἰόζωνος alone and girt up masc/fem acc sg οἰόζωνος alone and girt up neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζώνη — Λωρίδα από ύφασμα, δέρμα, μέταλλο ή άλλο εύκαμπτο υλικό, που χρησιμεύει για να συγκρατεί στη μέση τα ενδύματα. Οι ζ., οι οποίες χρονολογούνται από την εποχή του χαλκού, ήταν ασφαλώς ένα από τα πρώτα στοιχεία ενδυμασίας που επινόησαν οι άνθρωποι.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”